- ἱερουργεῖ
- ἱερουργέωperform sacred ritespres ind mp 2nd sg (attic epic doric ionic)ἱερουργέωperform sacred ritespres ind act 3rd sg (attic epic doric ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ἱερούργει — ἱ̱ερούργει , ἱερουργέω perform sacred rites imperf ind act 3rd sg (attic epic) ἱερουργέω perform sacred rites pres imperat act 2nd sg (attic epic) ἱερουργέω perform sacred rites imperf ind act 3rd sg (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αργία — (Νομ.). H προσωρινή διακοπή της εργασίας λόγω εορτών κ.ά. Στο δίκαιο α. λέγεται η κατάσταση υπαλλήλου που δεν μπορεί να ασκήσει τα καθήκοντά του, επειδή έχει καταδικαστεί ή είναι υπόδικος. Στο εκκλησιαστικό δίκαιο, α. είναι η ποινή κληρικού, στη… … Dictionary of Greek
αργός — I Πόλη (υψόμ. 40 μ., 24.239 κάτ.), του νομού Αργολίδος, έδρα του ομώνυμου δήμου. Χτισμένο στη θέση της αρχαίας πόλης, διατήρησε το ίδιο όνομα από πανάρχαια χρόνια. Σήμερα είναι ανεπτυγμένο εμπορικό και βιομηχανικό κέντρο με ωραία ρυμοτομία.… … Dictionary of Greek
ιερουργώ — (ΑΜ ἱερουργῶ, έω) [ιερουργός] τελώ θρησκευτικές τελετές ως ιερέας, ιδίως τελώ τη θεία λειτουργία, τελώ καθήκοντα ιερέα («στις μεγάλες εορτές έρχεται και ιερουργεί ο δεσπότης») νεοελλ. φρ. «ιερουργούμενοι ναοί» οι λειτουργούμενοι τακτικά ναοί αρχ … Dictionary of Greek
κανονικός — Εκείνος που τελείται με ορισμένο κανόνα ή σύμφωνα με κανόνα· εκείνος που πραγματοποιείται σύμφωνα με τις διατάξεις των νόμων· εκείνος που προέρχεται από τους κανόνες ή τα δόγματα της Εκκλησίας. Κ. δίκαιο ονομάζεται επίσης το δίκαιο που βασίζεται… … Dictionary of Greek
προσωπείο — Έτσι ονομάζεται το ψεύτικο πρόσωπο που κατασκευάζεται από διάφορα υλικά και σε διάφορα σχήματα, με μορφή ανθρώπου ή ζώου ή διαβολική, με χαρακτηριστικά σκόπιμα παραμορφωμένα, και χρησιμοποιείται για μαγικούς τελετουργικούς σκοπούς ή για τον… … Dictionary of Greek
φήμη — Θεότητα της ελληνικής μυθολογίας, προσωποποίηση της μετάδοσης του λόγου, των παραδόσεων, των διηγήσεων κλπ. Θεωρούνταν κυρίως η θεά της αναγγελίας των νικών στους αθλητικούς αγώνες και γι’ αυτό οι ποιητές τη χαρακτήριζαν πτερόεσσα, πολύλαλο,… … Dictionary of Greek
Δημόφιλος — I Όνομα ιστορικών προσώπων. 1. Ποιητής της Νέας κωμωδίας (4ος 3ος αι. π.Χ.). Φέρεται ως ο συγγραφέας της κωμωδίας Οναγός, που μεταφράστηκε στα λατινικά και χρησιμοποιήθηκε ως πρότυπο από τον Πλαύτο για τη συγγραφή του έργου του Asinaria. 2.… … Dictionary of Greek
Φατσέας — Επώνυμο Ελλήνων λογίων. 1. Αντώνιος. (Κύθηρα 1823 Αθήνα 1878). Σπούδασε θετικές επιστήμες στην Ιόνιο Ακαδημία της Κέρκυρας. Σχετίστηκε με τον Σολωμό και ακολούθησε τις γλωσσικές του ιδέες. Έγραψε μελέτες και άρθρα για να υπερασπίσει τη δημοτική… … Dictionary of Greek
πετραχήλι — πετραχήλι, το και επιτραχήλιο, το ιερό άμφιο, που το φορά ο παπάς όταν ιερουργεί. Φρ., «Υποσχέθηκε λαγούς με πετραχήλια», υποσχέσεις μεγάλες και απραγματοποίητες … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)